- εἰκάδιος
- εἰκάδιος <Εἰκάδιος> supp. Wil. e Σ. ἰκαδ[ιος·]εἰκάδιος Ἀρίς(ταρχος). καὶ Ἄνδρων (FGH. 2, 1231, 26) ἐκ Δή[λου ]ιτ(), ἐκ δὲ Κρήτης [λθεῖν αὐτὸν (sc. Εἰκάδιον) λέγουσιν ο]ἱ Δελφοί, ὅθεν καὶ Κ[ (supp. Snell. Hermes, 1938, 439; Wil. Pindaros, 87) Πα. 10b. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.